Nομικό “Κεκτημένο” Από Το ΕΔΔΑ Ευρωπαικο Δικαστηριο Δικαιωματων Του Ανθρωπου Για Τους Ελληνες κύπριους
Προσφάτως, η διεθνής κοινότητα ήρθε αντιμέτωπη με ένα ζήτημα μείζονος σημασίας. Ελήφθη απόφαση από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, με την οποία παραχωρήθηκε ένα περιθώριο δέκα μηνών προς την Τουρκία, για να συμμορφωθεί στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή Υπουργών, συνεδριάζουσα στο Στρασβούργο, σε επίπεδο Μονίμων Αντιπροσώπων, κάλεσε την Τουρκία να προχωρήσει, άνευ άλλης καθυστερήσεως, σε συμμόρφωση με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την υπόθεση Βαρνάβα, που αφορά τους αγνοούμενους του 1974. Εν προκειμένω, η Επιτροπή των Υπουργών δεν παρέλειψε να ασχοληθεί και με την υπόθεση των αγνοουμένων της Κύπρου, λαμβάνοντας ως βάση της και την 4η Διακρατική Προσφυγή της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας. Στην τελευταία, το ΕΔΔΑ, εκτός των άλλων, αποφάνθηκε ότι η Τουρκία παραβιάζει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), σε σχέση με τα περιουσιακά δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων προσφύγων.
Οι προαναφερθείσες παραβιάσεις της Τουρκίας αντιμετωπίστηκαν αρχικά με την άσκηση τριών διακρατικών προσφυγών της Κύπρου κατά της Τουρκίας, και, ακολούθως, με την άσκηση ατομικών προσφυγών Ελληνοκυπρίων, οι οποίες διακρίνονται σε: α) αυτές που εκδικάστηκαν με βάση το -μέχρι το 1998- διττό σύστημα, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), αρχικά, και το ΕΔΔΑ, ακολούθως, και β) σε αυτές που εκδικάστηκαν από το ενιαίο δικαστήριο, μετά το 1998, έπειτα την κατάργηση της ΕΕΔΑ και τη συγχώνευσή της στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Τότε, συντελέστηκε και η έναρξη της διαδικασίας των πιλοτικών αποφάσεων, η οποία δίνει τη δυνατότητα στο κράτος να εξετάσει σε πρώτο βαθμό τις διαπραχθείσες παραβιάσεις και να προσφέρει θεραπεία.
Βάσει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1950), η οποία συμπληρώθηκε με δεκατέσσερα πρωτόκολλα και τον Κοινωνικό Χάρτη της Ευρώπης, ιδρύθηκε, το 1959, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με έδρα στο Στρασβούργο. Αυτό έχει ως σκοπό να συστηματοποιήσει την εξέταση προσφυγών, τόσο διακρατικών όσο και ατομικών, που αφορούν στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα κράτη μέλη της ΕΣΔΑ, ελέγχοντας την ορθή εφαρμογή αυτής. Παράλληλα, η Επιτροπή Υπουργών επιμελείται της πιστής εφαρμογής και εκτέλεσης των αποφάσεων.Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, το ΕΔΔΑ έχει υιοθετήσει την αντίληψη ότι η ΕΣΔΑ είναι ένας ζωντανός οργανισμός (living instrument), ο οποίος ερμηνεύεται με προτεραιότητα στην εκπλήρωση του αντικειμένου και του σκοπού της – με την έννοια που έχουν οι διατάξεις στις τρέχουσες συνθήκες, και υπό το φως των εξελίξεων που υπαγορεύουν οι σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις στην Ευρώπη. Μία από τις επιτυχημένες εφαρμογές αυτού του νομολογιακού προσανατολισμού υπήρξε η υιοθέτηση των αυτόνομων εννοιών. Συγκεκριμένα, μία εφαρμογή των αυτόνομων εννοιών αφορά στην ερμηνευτική επέκταση της έννοιας “περιουσιακό δικαίωμα”, η οποία ορίζεται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Στην έννοια αυτή, το ΕΔΔΑ περιλαμβάνει, εκτός της ιδιοκτησίας, κάθε άλλο περιουσιακό αγαθό, κάθε αμοιβή, κάθε απαίτηση σε συνταξιοδοτικά δικαιώματα -ακόμη και αν αυτά δεν προέρχονται αναγκαία βάσει καταβληθεισών εισφορών-, κάθε παροχή κοινωνικής αλληλεγγύης ή επιδομάτων, ανεξαρτήτως ανταποδοτικότητας, καθώς και κάθε ενοχική αξίωση. Το ιδιοκτησιακό ζήτημα παραμένει μείζον, διότι οι επεμβάσεις του κράτους -όσον αφορά τη χρήση του αγαθού- καταλήγουν ενίοτε στην πλήρη στέρηση.
Οι προσφυγές που υπέβαλλε η Κυπριακή Δημοκρατία, αναφορικά με το συγκεκριμένο δικαίωμα κατά της Τουρκίας ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κρίθηκαν ως παραδεκτές και εξετάστηκαν από την Επιτροπή, η οποία ως ημι-δικαιοδοτικό όργανο συνέταξε την έκθεσή της. Ως εκ τούτου, οι συνεκδικασθείσες προσφυγές 6780/74 και 6950/75, όπως επίσης και η προσφυγή 8007/77 της Κύπρου κατά της Τουρκίας, οδήγησαν στις αντίστοιχες, επιβαρυντικές για την Τουρκία εκθέσεις της ΕΕΔΑ, η οποία διαπίστωσε σωρεία παραβιάσεων άρθρων της ΕΣΔΑ από το καθ’ ου κράτοςΜε την τωρινή απόφαση της Επιτροπής των Υπουργών, αυτό που επιζητείται εν τοις πράγμασι είναι να δοθεί η συγκατάθεση του Δικαστηρίου σε κάθε Κύπριο που αποστερήθηκε της απόλαυσης της ιδιοκτησίας του από το 1974 και εντεύθεν, ώστε να διεκδικήσει αποζημίωση για την παράνομη απαγόρευση ειρηνικής απόλαυσής της. Μάλιστα, καίρια συνέπεια των παραπάνω τοποθετήσεων του Δικαστηρίου υπήρξε το γεγονός ότι το ίδιο άρχισε να γίνεται αποδέκτης μεγάλου αριθμού ατομικών προσφυγών, προερχόμενων από Κύπριους πολίτες. Το βασικό αίτημά τους ήταν η καταδίκη της Τουρκίας, αφενός για τον “εκπατρισμό” τους από το βόρειο τμήμα του νησιού, αφετέρου για την αδυναμία απόλαυσης των περιουσιών τους και, σε ορισμένες περιπτώσεις, για την απώλεια των περιουσιακών τους στοιχείων. Προσέτι, ουκ ολίγες εκτιμήσεις νομικών του ΕΔΔΑ τεκμαίρουν πως, μέχρι και τα μέσα του 2004, εκκρεμούσαν ενώπιόν του περί τις 700 υποθέσεις Κυπρίων πολιτών κατά της Τουρκίας.
Πρωταρχικής σημασίας, ωστόσο, αναγνωρίζεται η τέταρτη και τελευταία εκ των προαναφερθέντων προσφυγών (25781/94). Η εν λόγω προσφυγή κατατέθηκε το 1994 και οδήγησε σε παραπομπή της υπόθεσης στο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Με τη σχετικά πρόσφατη απόφασή του, το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Τουρκία για σωρεία παραβιάσεων των ουσιαστικών διατάξεων της ΕΣΔΑ, σχετικά με τα δικαιώματα των αγνοουμένων, των εκτοπισθέντων, των εγκλωβισμένων στην περιοχή της Καρπασίας Ελληνοκυπρίων, αλλά και σχετικά με το δικαίωμα σε χρηστή απονομή δικαιοσύνης (άρθρο 6 της ΕΣΔΑ).
Στην τέταρτη Διακρατική Προσφυγή της Κύπρου κατά της Τουρκίας, το ΕΔΔΑ ενέμεινε στα προηγούμενα πορίσματά του ως προς την ευθύνη της Τουρκίας στα κατεχόμενα, σχετικά με τα γεγονότα της εισβολής και κατοχής, αλλά και της καταπάτησης των περιουσιακών και άλλων δικαιωμάτων των Ελληνοκυπρίων, καταδικάζοντάς την για παραβιάσεις σωρείας άρθρων της ΕΣΔΑ. Η τέταρτη Διακρατική Προσφυγή υπήρξε η πρώτη φορά, κατά την οποία ένα κράτος, η Τουρκία, καταδικαζόταν από το ΕΔΔΑ για μαζικές και εξαιρετικά σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αφορούσαν τόσο μεγάλο αριθμό προσώπων..Ομόφωνα το ΕΔΔΑ διαπίστωσε πως όλες αυτές οι παραβιάσεις επιβάλλονταν από την Τουρκία στους εγκλωβισμένους, “επιδιώκοντας τη γνωστή πολιτική που αποσκοπεί στο να διαιρέσει τις εθνικές ομάδες στο νησί, στο πλαίσιο μιας δικοινοτικής και διζωνικής συμφωνίας” – όπως, φυσικά, την αντιλαμβανόταν η τουρκική Κυβέρνηση. Αυτή η πολιτική είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των Ελληνοκυπρίων που ζούσαν στα κατεχόμενα, τα οποία υφίστανται σταθερή μείωση αριθμού, ως συνέπεια των μέτρων που εμποδίζουν την ανανέωση του πληθυσμού. Παράλληλα, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, οι ασφυκτικοί περιορισμοί έτειναν να εξαλείψουν σταδιακά κάθε παρουσία ελληνοκυπριακής κοινότητας στα κατεχόμενα βόρεια εδάφη. Επομένως, το ΕΔΔΑ κατήγγειλε την πρακτική αυτή , συμπεραίνοντας ότι προσβάλλεται η καθημερινή ζωή με δυσμενείς διακρίσεις τέτοιου βαθμού αυστηρότητας, που, εν τέλει, καταλήγουν σε προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Σε αυτή την απόφαση-ορόσημο, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η Τουρκία, η οποία “ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο σε ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Κύπρου”, είχε ευθύνη για τη διασφάλιση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων -που καλύπτονταν από την επικυρωμένη από την Τουρκία Σύμβαση και τα Πρωτόκολλα-, και ότι οι παραβιάσεις τέτοιων δικαιωμάτων από τους στρατιώτες ή τους αξιωματούχους της, όπως επίσης από την τοπική διοίκηση, καταλογίζονταν στην ίδια.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι το καθ’ ου η προσφυγή κράτος έπρεπε να εισαγάγει ένα ένδικο βοήθημα που να εξασφάλιζε γνησίως αποτελεσματική αποκατάσταση για τις παραβιάσεις της Σύμβασης, οι οποίες εντοπίζονταν στις προαναφερθείσες αποφάσεις, καθώς και σε όλες τις ανάλογες εκκρεμούσες προσφυγές. Ένα τέτοιο βοήθημα θα έπρεπε να είναι διαθέσιμο εντός τριών μηνών από την έκδοση της απόφασης, και η αποκατάσταση να παρέχεται τρεις μήνες μετέπειτα. Γίνεται αντιληπτό πως η απόφαση του ΕΔΔΑ, εν προκειμένω, έχει ως βασικό στόχο της να ξεκαθαρίσει στο Δικαστήριο το ζήτημα που είχε τεθεί για την Επιτροπή Αποζημιώσεων.
Το ΕΔΔΑ με τις αποφάσεις του ικανοποίησε κάποιες από τις ελληνοκυπριακές επιδιώξεις, αποδεχόμενο την ευθύνη της Τουρκίας για την επικρατούσα κατάσταση στη Βόρεια Κύπρο, και επιδικάζοντας αποζημίωση ή ικανοποίηση ηθικής βλάβης σε ιδιώτες που στερήθηκαν τις περιουσίες τους, εξαιτίας της παράνομης κατοχής. Κάτι τέτοιο ήταν μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς του. Δεν μπορούσε, όμως, να αποκαταστήσει in natura το αποστερηθέν περιουσιακό στοιχείο. Η λεκτική ικανοποίηση δεν μπορούσε να μεταβάλλει την ήδη αποκρυσταλλωμένη εικόνα, ενώ η ηθική δικαίωση που απόλαυσε η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν ανέτρεψε την ύλη, ούτε τα προϊόντα αυτής, που μέλλει να αποτελέσουν τη βάση των διαπραγματεύσεων για μια δικοινοτική ομοσπονδιακή δομή, με εδαφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων.Αναμφίλεκτα, δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο ένα νομικό “κεκτημένο” υπέρ της ελληνοκυπριακής πλευράς, χάρη στις ομολογουμένως χρονοβόρες, αλλά και επίμονες καταβληθείσες προσπάθειες. Οι προσπάθειες αυτές κατάφεραν να αξιοποιήσουν σε ικανοποιητικότατο βαθμό τις παρεχόμενες δυνατότητες, στο πλαίσιο του διεθνούς “μηχανισμού” προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου της ΕΣΔΑ. πηγη
ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ Η ΕΝΩΣΗ ΟΛΩΝ
ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΣΤΟΝ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ
ΦΟΡΕΑ
ΕΚΠΡΟΣΩΠΙΣΗΣ
ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια