ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Το 16ο Πρωτόκολλο Της ΕΣΔΑ Και Η Προδικαστική Παραπομπή Του Ενωσιακού Δικαίου


Το 16ο Πρωτόκολλο Της ΕΣΔΑ Και Η Προδικαστική Παραπομπή Του Ενωσιακού Δικαίου

Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) αποτελεί τον καταστατικό χάρτη των θεμελιωδών ελευθεριών και κείμενο που χαίρει εκτίμησης από τη διεθνή κοινότητα. Για την επίτευξη της πληρότητας της προστασίας που παρέχει η ΕΣΔΑ έχουν τεθεί σε ισχύ συμπληρωματικά Πρωτόκολλα, τα οποία καλύπτουν τις νέες ανάγκες που προκύπτουν. Πρόσφατα, στις 19 Φεβρουαρίου 2019 το Ελληνικό Κοινοβούλιο κύρωσε το 16ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο (Βουλή των Ελλήνων, 2019), το οποίο αφορά στη δυνατότητα υποβολής αιτημάτων γνωμοδότησης από τα ανώτατα δικαστήρια κάθε κράτους προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), για θέματα που σχετίζονται με το περιεχόμενο και την εφαρμογή των δικαιωμάτων και ελευθεριών που προστατεύονται από την ΕΣΔΑ.

Η ως άνω διαδικασία παρουσιάζει ομοιότητες με τη διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, δεν πρέπει οι διαδικασίες αυτές να συγχέονται, καθώς όχι μόνο παρουσιάζουν σημαντικότατες διαφοροποιήσεις, αλλά και απευθύνονται σε εντελώς διαφορετικά δικαιοδοτικά όργανα.

Η Διαδικασία Του 16ου Πρωτοκόλλου Της ΕΣΔΑ

Το αίτημα προς γνωμοδότηση που προβλέπει το 16ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ απευθύνεται στο ΕΔΔΑ. Το δικαστήριο αυτό, όντας το δικαιοδοτικό όργανο της Σύμβασης, είναι αρμόδιο να κρίνει την ύπαρξη ή μη παραβιάσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται από τη Σύμβαση, ενώ από το 1998 οι ιδιώτες έχουν δικαίωμα (απευθείας) ατομικής προσφυγής σε αυτό (European Court of Human Rights, 2019).

Η διαδικασία υποβολής αιτήματος για γνωμοδότηση στο δικαστήριο προβλέπεται στο 16ο Πρωτόκολλο, ενώ οι επιμέρους λεπτομέρειες όσον αφορά στην αίτηση αφήνονται στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη κάθε κράτους-μέρους. Συγκεκριμένα, τα ανώτατα δικαστήρια κάθε συμβαλλομένου κράτους-μέρους έχουν τη δυνατότητα να αιτηθούν από το ΕΔΔΑ να εκδώσει γνωμοδότηση σχετικά με ζητήματα επί της αρχής όσον αφορά στην ερμηνεία ή στην εφαρμογή των προβλεπόμενων στην ΕΣΔΑ δικαιωμάτων. Η γνωμοδότηση μπορεί να ζητηθεί μόνο στο πλαίσιο υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιόν τους, ενώ το αίτημα πρέπει να είναι αιτιολογημένο, και να περιέχει τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της εκκρεμούς υπόθεσης (Άρθρο 1). Εφόσον κατατεθεί το αίτημα, πέντε δικαστές του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΔΑ καλούνται να αποφασίσουν (με την αιτιολόγηση τυχόν άρνησης) αν θα γίνει δεκτό το αίτημα, εξετάζοντας αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 1. Αν το αίτημα γίνει δεκτό, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΔΑ εκδίδει τη γνωμοδότηση, η οποία πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Εάν κάποιος ή κάποιοι από τους δικάζοντες δικαστές διαφωνούν με το περιεχόμενο της γνωμοδότησης, δικαιούνται να επισυνάψουν σε αυτή την προσωπική τους γνώμη. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για την έκδοση της γνωμοδότησης συμμετέχει και ο δικαστής του ΕΔΔΑ που προέρχεται από το κράτος που υπέβαλλε το αίτημα, ενώ το κράτος αυτό και ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην ακροαματική διαδικασία, καθώς και δικαίωμα υποβολής έγγραφων παρατηρήσεων. Η γνωμοδότηση δημοσιεύεται και κοινοποιείται στο εθνικό δικαστήριο που την αιτήθηκε, καθώς και στο κράτος στο οποίο αυτό ανήκει.
 Βασικό χαρακτηριστικό της διαδικασίας αυτής είναι ότι η γνωμοδότηση δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, δηλαδή το δικαστήριο δικαιούται να μην συμμορφωθεί προς το περιεχόμενό της και να κρίνει απέχοντας από αυτό (Council of Europe, 2013). Παρ’ όλα αυτά, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι τα ελληνικά δικαστήρια ήδη συνηθίζουν σε πολλές περιπτώσεις να μεταβάλλουν τη νομολογία τους ώστε αυτή να εναρμονιστεί με εκείνη του ΕΔΔΑ (Βλαχόπουλος, 2017), διαφαίνεται ήδη μια πρόθεση προς συμμόρφωση της εγχώριας έννομης τάξης στο περιεχόμενο των ενδεχόμενων μελλοντικών γνωμοδοτήσεων.Ο νόμος με τον οποίο κυρώθηκε το 16ο Πρωτόκολλο στην Ελλάδα, προβλέπει επίσης τις επιμέρους λεπτομέρειες της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί για την κατάθεση αιτήματος. Τα ανώτατα δικαστήρια της Ελλάδας (δηλαδή ο Άρειος Πάγος, το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Ελεγκτικό Συνέδριο και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο) δικαιούνται να καταθέσουν αυτεπάγγελτα ή μετά από αίτηση των διαδίκων αίτημα γνωμοδότησης για ζήτημα που υπόκειται στην απόλυτη κρίση τους, ακολουθώντας τη διαδικασία του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου. Μέχρι την έκδοση της γνωμοδότησης ή της αιτιολογημένης άρνησής της η πρόοδος της δίκης αναστέλλεται, ενώ με την έκδοση γνωμοδότησης ή αιτιολογημένης άρνησης αυτή θα μεταφράζεται ταχέως στα ελληνικά και θα κοινοποιείται στους διαδίκους. Τέλος, το δικαστήριο οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, ώστε η γνωμοδοτική διαδικασία να μην καθυστερήσει υπέρμετρα τη δίκη (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 2019).

Η Διαδικασία Της Προδικαστικής Παραπομπής Στο Δίκαιο Της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Η διαδικασία της προδικαστικής παραπομπής προβλέπεται στο Άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), και εκδικάζεται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εδρεύει στο Λουξεμβούργο (EUR-Lex, 2019). Η διαδικασία αυτή χρησιμοποιείται όταν υπάρχει αμφιβολία για την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα δικαίου της ΕΕ (είτε πρωτογενούς είτε παράγωγου) και, κατά κανόνα, αποτελεί ευχέρεια του εθνικού δικαστηρίου (προαιρετική παραπομπή). Κατ’ εξαίρεση, όταν οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα εσωτερικού δικαίου, αυτά οφείλουν να υποβάλλουν αίτημα προδικαστικής παραπομπής (υποχρεωτική παραπομπή). Αρμόδια να αιτηθούν την προδικαστική παραπομπή είναι τα εθνικά δικαστήρια κάθε κράτους-μέλους που πληρούν τα κριτήρια της έννοιας με βάση το ενωσιακό δίκαιο, δηλαδή τη μονιμότητα, την εκ του νόμου ίδρυση του δικαστηρίου, την υποχρεωτική δικαιοδοσία, την εφαρμογή κανόνων δικαίου και την ανεξαρτησία. Το εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να κρίνει αν είναι αναγκαία η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος, σε ποιο στάδιο της εθνικής δίκης θα υποβληθεί, καθώς και το περιεχόμενό του (Χριστιανός, 2011). Προβλέπεται, επίσης, αναστολή της διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μέχρι να αποφανθεί το Δικαστήριο της ΕΕ επί του προδικαστικού ζητήματος.

Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε να γίνει δεκτό ένα τέτοιο αίτημα είναι οι εξής:

  • Ο εθνικός δικαστής πρέπει να έχει αμφιβολία ως προς την ερμηνεία ή το κύρος κανόνα δικαίου της ΕΕ.
  • Το ερώτημα πρέπει να υποβληθεί στο πλαίσιο εκκρεμούς ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου δίκης.
  • Η εκκρεμής δίκη πρέπει να αφορά στην επίλυση κάποιας συγκεκριμένης διαφοράς.
  • Ο εθνικός δικαστής πρέπει να έχει εξετάσει αν όντως χρειάζεται την αρωγή του Δικαστηρίου της ΕΕ, ενώ και το ίδιο το Δικαστήριο πρέπει να ελέγξει αν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του συγκεκριμένου ερωτήματος.

Το βασικότερο χαρακτηριστικό της προδικαστικής παραπομπής είναι ο δεσμευτικός της χαρακτήρας, τόσο για το δικαστήριο του κράτους-μέλους που την αιτήθηκε, όσο και για όλα τα δικαστήρια των κρατών-μελών της ΕΕ (EUR-Lex, 2017). Δηλαδή, ο εθνικός δικαστής δεν είναι υποχρεωμένος, εκτός από την περίπτωση που προαναφέρθηκε, να αιτηθεί προδικαστική παραπομπή, αν το κάνει όμως, δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το περιεχόμενό της σχετικής απόφασης επί αυτής. Διαφαίνεται, λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο η σημασία της διαδικασίας αυτής για την ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όλα τα κράτη-μέλη.

Συμπέρασμα

Συνοψίζοντας, οι δύο διαδικασίες παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες, αλλά και βασικές διαφορές. Δίνοντας βάση στις διαφορές, η εκδίκαση της κάθε διαδικασίας είναι αρμοδιότητα εντελώς διαφορετικού θεσμικού οργάνου στα πλαίσια εντελώς διαφορετικής διεθνούς συνθήκης (ΕΣΔΑ και ΣΛΕΕ, αντίστοιχα). Στη διαδικασία του 16ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ μόνο τα ανώτατα δικαστήρια κάθε συμβαλλόμενου κράτους δύνανται να αιτηθούν γνωμοδότησης, ενώ στην προδικαστική παραπομπή όλα τα δικαστήρια του κράτους-μέλους που πληρούν τα κριτήρια του ενωσιακού δικαίου έχουν τη δυνατότητα αίτησης. Η σημαντικότερη, όμως, διαφορά είναι η δεσμευτικότητα της προδικαστικής παραπομπής σε αντίθεση με τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα του αιτήματος γνωμοδότησης ενώπιον του ΕΔΔΑ (Lawspot, 2019). Η ρύθμιση αυτή αιτιολογείται εν μέρει από τον χαρακτήρα του δικαίου της ΕΕ ως ένα δίκαιο με ιδιαιτερότητες, το οποίο καλείται να ρυθμίσει ένα υπερεθνικό μόρφωμα. Παρουσιάζει, επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον η δυνατότητα συμμετοχής της ΕΕ ως συνεναγόμενης σε διαδικασία ενώπιον του ΕΔΔΑ, στην οποία εναγόμενο είναι κράτος-μέλος, σε περίπτωση που με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό αμφισβητείται η συμβατότητα κανόνα ενωσιακού δικαίου με θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ και στα Πρόσθετα Πρωτόκολλά της (Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2014). Πάντως και οι δύο διαδικασίες συμβάλλουν στην άρση αμφιβολιών του δικαίου της ΕΣΔΑ και του ενωσιακού δικαίου αντίστοιχα, προσφέροντας αρωγή στα εθνικά δικαστήρια, και ενθαρρύνοντας τον διάλογο μεταξύ της εθνικής και της διεθνούς και ευρωπαϊκής έννομης τάξης.


BLOGGER ΠΕΡΣΕΦΒΝΗ

ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ Η ΕΝΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 

ΣΤΟΝ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΟΡΕΑ 

ΕΚΠΡΟΣΩΠΙΣΗΣ 

ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ 

Δεν υπάρχουν σχόλια